εκουίζετο

εκουίζετο
Γένος πολυετών φυτών της οικογένειας των εκουιζετιδών. Αναπτύσσεται συνήθως σε υγρούς τόπους. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει έξι είδη: ε. το μείζον, ε. το αρουραίο, ε. το δασικό, ε. το ελόβιο, ε. το πολύκλαδο και ε. το χειμερινό. Το υπόγειο ρίζωμά του δίνει δύο ειδών βλαστούς: άγονους και γόνιμους. Οι άγονοι (καλοκαιρινοί) είναι βλαστοί όρθιοι, πράσινοι, κυλινδρικοί, αρθρωτοί και έχουν διακλαδώσεις κατά σπονδύλους από φυλλοειδείς βλαστούς, που σχηματίζονται από τμήματα, τα οποία αποσπώνται εύκολα. Γι’ αυτό τον λόγο το ε. λέγεται κοινώς πολυκόμπιουρά του αλόγου. Οι γόνιμοι βλαστοί (ανοιξιάτικοι) διαφέρουν από τους άγονους, γιατί δεν διαθέτουν μακρούς βλαστούς, έχουν ροπαλοειδή απόληξη του καλάμου (επάκρια σποριαγγειοταξία), που περιέχει τα σπόρια, και το χρώμα τους ποτέ δεν είναι πράσινο. Σε μερικά είδη όπως το ε. το χειμερινό και ε. το πολύκλαδο, τα σποριάγγεια βρίσκονται στην κορυφή των άγονων βλαστών. Ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτών των φυτών είναι η υψηλή περιεκτικότητα των ιστών τους σε πυρίτιο. Γι’ αυτό τον λόγο οι βλαστοί αρκετών ειδών (ε. το χειμερινό, ε. το δασικό) χρησιμοποιούνται στη στίλβωση μετάλλων, ξύλων επιπλοποιίας, μαρμάρων και ελεφαντόδοντου. Η παρουσία τους στα βοσκοτόπια είναι επιβλαβής για τα ζώα (αγελάδες, πρόβατα), επειδή προκαλούν δυσκολίες στη χώνευση εξαιτίας του πυριτίου που περιέχουν. Επιπλέον, ένα αλκαλοειδές τους, η εκουιζετίνη, μπορεί να προκαλέσει αναστολή της ανάπτυξης και εντερικές ενοχλήσεις. Στη φαρμακολογία βοτάνων τα ε. χρησιμοποιούνται ως διουρητικά. Το είδος εκουίζετο το αρουραίο, πολυετές φυτό που απαντάται σε υγρά και όχι υπερβολικά αργιλώδη εδάφη.
* * *
το
γένος σποριόφυτων που φύεται στα υγρά λιβάδια και στα έλη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • έλος — Φυσικογεωγραφικός όρος που χαρακτηρίζει μία επίπεδη και αβαθή έκταση, καλυμμένη από νερό που λιμνάζει. Το έ. είναι πιο ευρύ από το τέλμα, έχει καλύτερη υδρολογική δίαιτα από κάθε άλλη συγκέντρωση νερού, ενώ μέσα σε αυτό δεν μεταφέρονται φυτικά… …   Dictionary of Greek

  • ίππουρις — (Ηippuris). Γένος δικοτυλήδονων ποωδών φυτών, της οικογένειας των ιππουριδιδών, που περιλαμβάνει το μοναδικό είδος Ηippuris vulgaris. Πρόκειται για πόα με στενά και μακρουλά φύλλα, που μοιάζει με τον εκουιζέτο. Πολλαπλασιάζεται με ριζώματα. * * * …   Dictionary of Greek

  • απολίθωμα — Οι ζωικοί ή φυτικοί οργανισμοί ή μέρη τους που έζησαν στο παρελθόν, περικλείστηκαν μέσα σε ιζηματογενείς αποθέσεις του φλοιού της Γης και διατηρήθηκαν μέχρι σήμερα. Η επιστήμη που μελετά τα α. λέγεται παλαιοντολογία. Η διατήρησή τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”